Αλέξανδρος Ξύδης, Ιστορικός τέχνης 1988
Είχα πρωτοδεί δουλειά του Κωνσταντίνου Ράμμου το 1983, μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, όπου σπούδασε θεωρία της τέχνης, η δουλειά του ήταν πιο απλοποιημένη χρωματικά και μορφικά, με τον άνθρωπο πάντα παρόντα. Οι τόνοι γίνονται βαθύτεροι, και εισβάλλει το μπλε σε διάφορες αποχρώσεις από το βαθυκύανο ως το ανοικτό μπλε-γκρι. Δεν είναι δηλωτικό χώρου, όσο ηρεμιστικό, υπογραμμίζοντας τη νηφαλιότητα του πίνακα.
Μια δουλειά που με την ήρεμη στοχαστικότητά της, ξεχώριζε από τον άκρατο χειρονομιακό εξπρεσιονισμό ή την εγκεφαλική στεγνότητα των συναποφοίτων του.
Στα έργα του Κωνσταντίνου Ράμμου η ανθρώπινη μορφή επανέρχεται ευκρινέστερη, σχεδόν ολόκληρη, ιδωμένη από ασυνήθιστες γωνίες. Οι γυναικείες φιγούρες συχνότερες τώρα, γυμνές συνήθως και πάντα ρουμπεσιανά εύσαρκες, ιδωμένες με αλλιώτικη αντίληψη από τους άντρες.
Ο κάθε πίνακας είναι μια λεπτή χρωματική μελέτη, όπου το έντονο φως πάει να σβήσει τα χρώματα ή να τα φέρει όλα στις μπλε-γκρι αναζητήσεις του ζωγράφου. Άραγε σωστά ξεχωρίζω αμυδρότατους απόηχους από την τέχνη του ιταλικού μανιερισμού στην ερμηνεία κυρίως των ανθρώπινων κορμιών; Πρόκειται για ζωγράφο πονηρεμένο από μια ευρεία παίδευση σε όλους τους τρόπους της διαχρονικής ζωγραφικής από την αναγέννηση ως τον κυβισμό. Μια ιδιοφυΐα που θα βρει ποιο σίγουρα το δρόμο που αναζητεί μη διαλύοντας ολότελα, την φόρμα, αλλά μάλλον, αναλύοντάς την. Έτσι ώστε να διατηρήσει τη στερεότητα των μορφών και των σχημάτων.