Παρουσίαση
Το να μεγαλώνεις σε μια επαρχιακή πόλη την δεκαετία του 1970 και να θέλεις να γίνεις ζωγράφος, δεν είναι και ό,τι πιο εύκολο. Η σχεδόν απαξιωτική στάση που έχουν οι γύρω σου για τους καλλιτέχνες, δεν μπορεί να μην σε επηρεάζει όταν είσαι παιδί δέκα πέντε ετών.
Την πρώτη φορά που ζήτησα χρώματα για να ζωγραφίσω ήταν όταν ήμουν επτά χρονών περίπου κι αρρώστησα. Έπρεπε τότε να μείνω για κάποιο διάστημα στο σπίτι. Από εκείνη θυμάμαι την εποχή δεν έπαψα να ασχολούμαι με τα χρώματα, ενώ η πρώτη μου επαφή με έργα ζωγραφικής έγινε μέσα από τα τεύχη των «Μεγάλων Ζωγράφων» των εκδόσεων Μέλισσα, όπου διάβαζα τις μονογραφίες των δημιουργών και έβλεπα με δέος τα σπουδαία τους έργα, που μέχρι τότε ,μου ήταν άγνωστα.
Μπήκα μάλλον εύκολα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και, χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να σπουδάζω . Εδώ η παρουσία του δασκάλου μου Δημοσθένη Κοκκινίδη ήταν καταλυτική. Εκτός από την μέθοδο το πώς περίπου να ζωγραφίζω, αυτό που του οφείλω είναι που με έμαθε να οργανώνω την σκέψη μου και να βρίσκω λύσεις πάνω στα εικαστικά προβλήματα. Πρώτα δηλαδή να έχω τακτοποιήσει και ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου το τι θέλω να κάνω και ύστερα να δοκιμάζω να μεταφέρω όλα αυτά επάνω στη ζωγραφική επιφάνεια.
Το Παρίσι, κατόπιν ήταν για μένα μια αποκάλυψη. Μαζί με τα θεωρητικά μαθήματα αισθητικής της τέχνης στη Σορβόννη, το Μουσείο του Λούβρου ήταν η καθημερινή μου ενασχόληση. Αισθανόμουν μάλιστα ενοχή, αν κάποια μέρα παρέλειπα να το επισκεφτώ. Ανάλογα αισθανόμουνα όταν ήμουν μικρός και περνούσαν μέρες που δεν ζωγράφιζα. Το ίδιο συναίσθημα έχω ακόμα και σήμερα.
Επιστρέφοντας από το Παρίσι συνέχισα να ζωγραφίζω κι εξακολουθώ άλλωστε μέχρι και σήμερα.
Ζωγραφίζω εικόνες, εντυπώσεις, μνήμες, εναλλασσόμενα βιώματα προερχόμενα από τοπία του νου και της φαντασίας, της παρατήρησης και του συνειρμού, της βούλησης και της νοσταλγίας. Έτσι η ζωγραφική μου γίνεται λυτρωτική, πρώτα για μένα και κατόπιν - θα ήταν ευτύχημα - αν κατάφερνε να συγκινήσει και κάποιους άλλους.
Ράμμος